Το Σάββατο 10/02/2018 έγινε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το χωριό Βάγγου Αρκαδίας, το 40ήμερο μνημόσυνο του Παναγιώτη Τσεκούρα. Μας εντυπωσίασε το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων από το χωριό του, από τη Ζώνη αλλά και από τη γύρω περιοχή τίμησαν τη μνήμη αυτού του ξεχωριστού ανθρώπου. Ιδιαίτερη αίσθηση όμως μας προκάλεσε μια έκθεση που έγραψε για τον Τάκη, τον “αδερφό” της, όπως τον αποκαλεί σ’ αυτήν πολλές φορές η κόρη του ανιψιού του Γιάννη Αναστόπουλου.
Η ευαίσθητη έφηβη Γεωργία, μας δίνει μαθήματα ανθρωπιάς, αλληλεγγύης τα οποία μας αγγίζουν και μας προβληματίζουν.
“Tο χρωμόσωμα της αγάπης”
Είναι καλό να έχουμε ευκαιρίες στη ζωή μας! Είναι καλό να γνωρίζουμε ανθρώπους διαφορετικούς, ανθρώπους, με διαφορετικό χρώμα, διαφορετική θρησκεία, ακόμα και ανθρώπους με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Μέσα από τις εμπειρίες αυτές μαθαίνουμε ν’ αγαπάμε όλους τους ανθρώπους. Ακόμα και αυτούς που έχουν “σύνδρομο Down” ή αλλιώς «τα Μογγολάκια». Για μένα, όλα ξεκίνησαν λίγες μέρες μετά την γέννησή μου, τότε ήταν που γνώρισα τον “αδερφό μου”. Ήταν πολύ ξεχωριστός και ότι έκανε , γι’ αυτόν ήταν κατόρθωμα! Να φάει, να πιεί, ακόμα και να μιλήσει ήταν ένα κατόρθωμα και πάντα ήταν τόσο χαρούμενος όταν κατάφερνε να κάνει κάτι που ήταν πέρα από τα όριά του. Πάντα τον θαύμαζα και πάντα ήθελα να ξέρω τι σκέφτεται και πως. Ωστόσο, γι’ αυτόν ήταν ένα μαρτύριο όλη του η ζωή. Από τη στιγμή που ήρθε στον κόσμο, μέχρι τη στιγμή που έφυγε από αυτόν τον κόσμο ζούσε ένα μαρτύριο. Ήταν θείος του πατέρα μου και μετά τον θάνατο της μητέρας του, τον ανέλαβε η γιαγιά μου, η αδερφή του. Όπου κι αν πήγαινε, τον είχε πάντα μαζί της, του συμπεριφερόταν σαν ένα από τα παιδιά της. Μετά από κάποια χρόνια, αυτός και γιαγιά μου, εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Κάθε Κυριακή, όπως είχε καθιερωθεί πια, εγώ κι οικογένειά μου, πηγαίναμε για φαγητό. Όταν άνοιγε η πόρτα πρώτα χαιρετούσα αυτόν αγκαλιάζοντάς τον και μετά όλους τους άλλους, την γιαγιά μου και τον θείο μου ο οποίος κατοικούσε μαζί τους για να τους βοηθάει. Μέχρι να ετοιμαστεί το τραπέζι, καθόμουν μαζί του. Ζωγραφίζαμε, παίζαμε, γελάγαμε. Αχ, αυτό το γέλιο του!! Δεν θα το ξεχάσω ποτέ μου…Το χαμόγελό του πλατύ που έφτανε μέχρι τ’ αυτιά του και το γέλιο του ακούγονταν από την μια άκρη του σπιτιού ως την άλλη. Γέλαγε με όλη του την ψυχή, για δικούς του λόγους κάθε φορά που πάντα ήθελα ν’ ανακαλύψω. ‘Όταν πηγαίναμε οικογενειακές βόλτες τον κρατούσα από το χέρι και δεν τον άφηνα. Δεν με ένοιαζαν καθόλου τα αδιάκριτα και απαξιωτικά βλέμματα του κόσμου. Τα άλλα παιδάκια τον φοβόντουσαν, αλλά εγώ ήξερα τον Τάκη, ήξερα ότι, όπως δεν είχε βλάψει ποτέ εμένα και την αδερφή μου, έτσι δεν θα έβλαπτε ούτε αυτά, γιατί πολύ απλά ήταν κι αυτός ένα παιδί, ένα ταλαιπωρημένο παιδί. Θυμάμαι πως κάθε φορά που περνάγαμε από τα διόδια και παίρναμε αποδείξεις του τις δίναμε κι αυτός νόμιζε πως ήταν λεφτά και χαίρονταν. Σε κάθε Ανάσταση κάθονταν στο σπίτι γιατί – όπως τα μικρά παιδιά – κι αυτός φοβόταν τα πυροτεχνήματα. Την Κυριακή του Πάσχα χόρευε παραδοσιακά τραγούδια στην αυλή του σπιτιού μας, μαζί του χορεύαμε κι εμείς και όλοι όσοι τον αγάπησαν. Μετά καθόμασταν στο τραπέζι και τρώγαμε και μέσα στην ησυχία τραγουδούσε διάφορα τραγούδια και γέλαγε. Γέλαγε γιατί ήταν χαρούμενος, ευτυχισμένος κι έτσι θέλαμε κι εμείς να είναι. Τα χρόνια περνούσαν, όσο μεγαλώναμε εμείς μεγάλωνε κι ο Τάκης ο “αδερφός μου”. Ήταν πια 50 χρόνων. Θα έμοιαζε 70 χωρίς το “σύνδρομο Down”. Κάποια στιγμή άρχισε να εμφανίζει διάφορα προβλήματα στην καρδιά του, τους πνεύμονες και η υγεία του εξελίχθηκε από το κακό στο χειρότερο μέχρι που στο τέλος έχασε την όρασή του. Μέσα σε λίγες ώρες δεν μας αναγνώριζε πια, δεν έβγαινε από το σπίτι και δεν έτρωγε. Ήταν πολύ άσχημα και τον πήγαμε στο νοσοκομείο. Εκεί η κατάστασή του επιδεινώθηκε και οι γιατροί μας είπαν ότι είναι πολύ μεγάλος για την πάθηση αυτή. Κάτι που το ξέραμε κι από μόνοι μας, αλλά απλά θέλαμε επιβεβαίωση. Μας είπαν ότι δεν είχε ακόμα πολύ καιρό. Σαν τώρα θυμάμαι τον γιατρό να μας λέει: “Το προσδόκιμο της ζωής του, έχει φτάσει στο τέλος του”. Με την είδηση αυτή, ήμασταν όλοι πολύ στενοχωρημένοι και τρέμαμε στην ιδέα ότι θα φύγει από κοντά μας. Αλλά ο Τάκης ήταν πολύ δυνατός και μας έκανε μια μεγάλη έκπληξη, ίσως την καλύτερη που μπορούσε ποτέ να κάνει κι έζησε άλλα 5 χρόνια. Ξεπέρασε όλη του την δύναμη και μας έκανε την τεράστια έκπληξη. Τον περασμένο μήνα έγινε το μοιραίο, έγινε αυτό που όλοι περιμέναμε. Ο Τάκης “o αδερφούλης μου ” μας άφησε και πήγε στη γειτονιά των αγγέλων, στον Παράδεισο!!!!!!! Τώρα μας βλέπει από ψηλά και μας προστατεύει από εκεί ψηλά. Γιατί κάποιος με την δική του την ψυχή, μόνο εκεί θα μπορούσε να πάει. ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ. Το είχε καταλάβει ότι θα πέθαινε κι επειδή με το “σύνδρομο Down” η ομιλία του ήταν περιορισμένη, είπε στην γιαγιά μου: “πάω μάνα εγώ”. Όλοι όσοι τον αγαπούσαν ήταν εκεί για το τελευταίο ΑΝΤΙΟ, για να τον αποχαιρετίσουν. Την ώρα εκείνη πέρασαν από το μυαλό μου όλες οι στιγμές καλές και κακές, ωραίες και άσχημες, χαρούμενες και λυπητερές που περάσαμε μαζί, πόνεσα μέχρι που κατάλαβα ότι έφυγε γιατί είχε τελειώσει ή αποστολή του να προσφέρει αγάπη σε εμάς, στη γιαγιά μου, στην οικογένειά του κι επιτέλους μετά από 50 χρόνια ταλαιπωρίας και χλευασμού, ξεκουράστηκε…Μετά από τον θάνατό του είχα μια ευαισθησία προς τους διαφορετικούς ανθρώπους, αντιδρούσα, αντιδρώ και θα αντιδρώ όταν βλέπω την αδικία εις βάρος των ανθρώπων με νοητική ή κινητική ικανότητα, γιατί μόνο ικανότητες μπορούν να θεωρηθούν οι ιδιαιτερότητες αυτές. Έμαθα ν’ αγαπώ και να μην φοβάμαι το διαφορετικό. Το θέμα όμως είναι πως αντιδρούμε σε κάτι χωρίς να έχουμε κάποια προσωπική επαφή, κάποιο βίωμα για να ήμαστε πιο ευαίσθητοι. Όσον αφορά τον Τάκη και τις στιγμές τις οποίες πέρασα με τον “αδερφό μου”, θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στην μνήμη μου. Στο κάτω-κάτω τι το διαφορετικό είχε; Ένα χρωμόσωμα παραπάνω απ’ ότι εμείς. Ε, και; Όπως κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, έτσι ήταν και ο Τάκης. ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ στο είδος του και ΑΓΑΠΗΤΟΣ σε όλους όσους τον γνωρίζανε απ’ ότι αποδείχθηκε.
ΑΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΙ Η ΖΩΗ ΘΑ ΗΤΑΝ ΒΑΡΕΤΗ
Γεωργία Αναστοπούλου, 14 χρόνων