Για την Μητέρα

Βάσω Κατράκη Μάνα, θρήνος (ξυλογραφία)

Η αγάπη της μάνας!!! Η απέραντη, η ανιδιοτελής, η ακούραστη! Το πιο δυνατό συναίσθημα στη ζωή.

“Ένα παιδί , μοναχοπαίδι, αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη
– δεν αγαπώ, του λέει, εγώ παιδιά
– μα αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου, της μάνας
σου να φέρεις την καρδιά, να ρίξω να τη φάει το σκυλί μου…

Τρέχει ο γιος τη μάνα του σκοτώνει και την καρδιά τραβάει και ξεριζώνει.
Και τρέχει να την πάει
Μα σκοντάφτει και πέφτει ο νιος κατάχαμα με δαύτη.
Κυλάει ο νιος και η καρδιά κυλάει
Και την ακούν να κλαίει και να μιλάει…
Μιλάει η καρδιά της μάνας στο παιδί και λέει:
«εχτύπησες αγόρι μου»;

Και κλαίει….”

Ζαν Ρισπέν (1849- 1926)

 

Δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος από τον πόνο μιας μάνας που το παιδί της πεθαίνει. Ο θρήνος της είναι σπαρακτικός και νιώθει σα να της ξεριζώνουν τα σπλάχνα της.

Κων/νος Παρθένης – Ο θρήνος της Παναγιάς

Η Παναγία πέρασε στη συνείδηση του λαού σαν το ιερό σύμβολο της μάνας. Της κάθε χαροκαμένης μάνας που μπρος στο άψυχο σώμα του παιδιού της θρηνολογεί, σπαράσσεται και ολοφύρεται.

 – Οίμοι, φως του κόσμου! οίμοι φως, το εμόν!

Ιησού μου ποθεινότατε έκραζεν η Παρθένος, θρηνωδούσα γοερώς.

– Τις μοι δώσει ύδωρ και δακρύων πηγάς

η Θεόνυμφος Παρθένος εκραύγαζεν, ίνα κλαύσω τον γλυκύν μου Ιησούν;

Το μοιρολόι είναι ο τρόπος να ξεπεραστεί ο πόνος. Το τραγούδι του θρήνου, του πόνου και της μομφής κατά της ανθρώπινης μοίρας.

Κάνθος Τηλέμαχος-Θρήνος-γυναικών-Ξυλογραφία-σε-πλάγιο-ξύλο.jpg

Μια μάνα μυριολόγαε για τον μονάκριβο της
«Παιδάκι μου τον πόνο σου και που να τον ερίξω;
Να τον ερίξω ‘ς το ϊβουνό τον παίρνουν τα πουλάκια,
Να τον ερίξω ‘ς τον γιαλό τον τρώγουν τα ψαράκια,
Να τον ερίξω δίστρατο θα τον πατούν διαβάτες.
Ας τον ερίξω ‘σ την καρδιά που’ ναι γεμάτη πόνους,
Να κάθουμαι σαν σε πονώ, να γέρνω σαν με σφάζει,
Σαν πέφτω ΄ς το προσκέφαλο να λαχταρώ τον ύπνο».

Μοιρολόι από την Καβάλα

Ο θρήνος στο μοιρολόι εκφράζεται με τον αφόρητο πόνο που νιώθει η μάνα όταν χάσει το παιδί της.

Εσύ, παιδί μου, εκίνησες να πας στον Κάτου κόσμο,

κι’ αφήνεις τη μανούλα σου πικρή, χαροκαμένη.

Παιδάκι μου, τον πόνο σου πού να τον απιθώσω,

που κι’ αν τον ρίξω τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάτες,

κι’ αν τον αφήσω στα κλαριά, τον παίρνουν τα πουλάκια.

Πού να βαλθούν τα δάκρυα μου για τον ξεχωρισμό σου;

Αν πέσουνε στη μαύρη γης, χορτάρι δεν φυτρώνει,

αν πέσουνε στον ποταμό, ο ποταμός θα στύψη,

αν πέσουνε στη θάλασσα, πνίγονται τα καράβια,

κι αν τα σφαλίσω στην καρδια, γρήγορα σ’ ανταμώνω.

Η λογοτεχνία, η ζωγραφική, η γλυπτική, η φωτογραφία, ο κινηματογράφος έχουν να παρουσιάσουν πολλά και σπουδαία έργα αφιερωμένα στον πόνο της μάνας, που συγκινούν, διεγείρουν τις αισθήσεις αλλά και τη σκέψη

Pieta-1945-Ξυλογραφία-του-Γ.-Κεφαλληνού.jpg

Γιάννης Ρίτσος – Επιτάφιος (Απόσπασμα)

Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
Πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,

Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
Και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;

Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
που μάντευες τι πέρναγε κάτου απ’ το τσίνορό μου,

Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;

Πουλί μου, εσύ που μούφερνες νεράκι στην παλάμη
πως δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;

Χαρακτικό – αφιέρωμα του Γ. Φαρσακίδη στο Μπλόκο της Κοκκινιάς

     

Κώστας Βάρναλης, «Η μάνα του Χριστού» (απόσπασμα)

…………………………

Κατεβάζω στα μάτια τη μαύρην ομπόλια,

για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει…

Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρω περβόλια

λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.

Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου,

Άνοιξη μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.

Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,

δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,

ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.

Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:

τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.

Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη…

Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη

κι όσο ο γήλιος να πέσει και να ‘ρθει το δείλι

το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ’ οι φίλοι.

Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,

σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τι πες «Να με»!

αχ! δεν ξέρει, τι λέει το πικρό μου το στόμα!

Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα.