25η Μαρτίου – ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ

Θεόδωρος Βρυζάκης, Πολεμική σκηνή - Εθνική πινακοθήκη

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 ήταν ένα ορόσημο για την αναγέννηση των εθνών στην Ευρώπη και σε άλλα μέρη του κόσμου, γι’ αυτό ενέπνευσε άλλους λαούς, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, να αγωνιστούν για την ανεξαρτησία τους και τα δικαιώματά τους. Ενέπνευσε και τους Έλληνες και πολλούς φιλέλληνες να εκφράσουν με την δημοτική ποίηση τους καημούς, την καταπίεση, αλλά και να διασώσουν τα ιστορικά γεγονότα τη στιγμή που αυτά διαδραματίζονταν.

Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γένεις νοικοκύρης,,
για ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,
χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.
– Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να ‘μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.
Φέρε μου τ’ αλαφρό σπαθί και το βαρύ τουφέκι,
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια,
να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγγους,
να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνων
και να σουρίξω κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους,
που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίτες».
Πουρνό φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται.
«Γεια σας βουνά με τους γκρεμνούς, λαγκάδια με τις πάχνες!
– Καλώς το τ’ άξιο το παιδί και τ’ άξιο παλικάρι».

Γιατί είναι μαύρα τα βουνά

Γιατί είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;
Μήν’ άνεμος τα πολεμά, μήνα βροχή τα δέρνει;
Κι ούδ’ άνεμος τα πολεμά, κι ουδέ βροχή τα δέρνει,
μόνε διαβαίνει ο Χάροντας με τους αποθαμένους.
Σέρνει τους νιους από μπροστά, τους γέροντες κατόπι,
τα τρυφερά παιδόπουλα στη σέλα αραδιασμένα.
Παρακαλούν οι γέροντες, κι οι νέοι γονατίζουν,
και τα μικρά παιδόπουλα τα χέρια σταυρωμένα:
«Χάρε μου, διάβ’ από χωριό, κάτσε σε κρύα βρύση,
να πιουν οι γέροντες νερό, κι οι νιοι να λιθαρίσουν,
και τα μικρά παιδόπουλα λουλούδια να μαζώξουν.
— Ανεί διαβώ ν-από χωριό, αν από κρύα βρύση,
έρχονται οι μάνες για νερό, γνωρίζουν τα παιδιά τους,
γνωρίζονται τ’ αντρόγενα και χωρισμό δεν έχουν.

Ν.-Γύζης-η-δόξα-των-Ψαρών

Το ξέσπασμα του 1821 συγκλονίζει τον Διονύσιο Σολωμό. Τον Μάιο του 1823, μόλις μέσα σε έναν μήνα, θα γράψει τις 158 στροφές του Ύμνου εις την Ελευθερία. Είναι ένα ποίημα πηγαίο και ορμητικό, ένα «ξεχείλισμα ψυχής» όπως ο ίδιος ο ποιητής θα σημειώσει. Η ελευθερία, μορφή ποιητική και αλληγορική, ταυτίζεται με την Ελλάδα. Η απήχηση του Ύμνου ήταν μεγάλη. Το ποίημα μεταφράστηκε στις περισσότερες γλώσσες και δυνάμωσε το κίνημα του φιλελληνισμού. Το θαυμασμό του και την συγκίνησή του προς του ήρωες συμπατριώτες του θα εκφράσει και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, τη δραματική ιστορική στιγμή της πολιορκίας του Μεσολογγίου.

«Μάγεμα η φύσης κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι,
με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει,
όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει». ( Ελεύθεροι Πολιορκημένοι)

Το δημοτικό μας τραγούδι είναι η συνέχεια της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας:

«Το τι μαντάτα μου ΄φερες από τους καπετάνους;».

«Πικρά μαντάτα σου ΄φερα από τους καπετάνους,

τον Νικολάκη πιάσανε, τον Κωνσταντή βαρέσαν!»…

«Πού ΄σαι, μανούλα, πρόφτασε, πιάσε μου το κεφάλι,

και δέσ’ το μου σφιχτά-σφιχτά, για να μοιριολογήσω!

Και ποιον να κλάψω από τούς δυό, ποιόν να μοιριολογήσω;»…